μούλη

μούλη
μούλη, ἡ (Α) βλ. μούλα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μουλῶν — μούλη mula fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοῦλαι — μούλη mula fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μούλης — μούλη mula fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μούλας — μούλᾱς , μούλη mula fem acc pl μούλᾱς , μούλη mula fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουλίων — μουλίων, ὁ (Α) [μούλη] ημιονηγός, μουλαράς …   Dictionary of Greek

  • μουλικός — μουλικός, ή, όν (Μ) [μούλη] όμοιος με ημίονο …   Dictionary of Greek

  • μούλα — η (Α μούλη, Μ μούλα) θηλυκό μουλάρι, μουλάρα («φτάνει την Ώρια τη σπηλιά σε μούλα χρυσοκάπουλη καβάλλα», Γρυπάρ.) νεοελλ. μτφ. γυναίκα σωματώδης, χοντροκαμωμένη ή με χοντρούς τρόπους, άξεστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mula, ae, λ. ασιατικής προελεύσεως… …   Dictionary of Greek

  • μωλάριον — μωλάριον, τὸ (Μ) ημίονος, μουλάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουλάριον (< μούλη). Η τροπή τού ου σε ω οφείλεται πιθ. σε αντίστροφο αναλογικό σχηματισμό, κατά το σχήμα πώγων: πουγούνι, κώδων: κουδούνι.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”